υστερορραγία

υστερορραγία
η, Ν
ιατρ. αιμορραγία τής μήτρας, μητρορραγία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υστέρα «μήτρα» + -ρραγία (< -ρραγής < ρήγνυμι «σπάζω»), πρβλ. μητρο-ρραγία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • υστερορραγία — η η μητρορραγία (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”